κραυγασμός

English (LSJ)

ὁ, screaming, Diph.16; censured by Phryn. 317.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγασμός: ὁ, κραυγή, Δίφιλ. ἐν «Ἀποβάτῃ» 2· ἴδε Φρύνιχ. 337.

Greek Monolingual

κραυγασμός, ὁ (AM, Μ και κραυαγμός) κραυγάζω
δυνατή φωνή, κραυγή.

German (Pape)

ὁ, das Schreien, Diphil. in B.A. 110, von Phryn. p. 337 verworfen.