κρεμάς
English (LSJ)
κρεμάδος, ἡ, fem. Adj. beetling, πέτρα A.Supp.795 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
suspendue.
Étymologie: κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμάς -άδος [κρεμάννυμι] als adj. overhangend.
Russian (Dvoretsky)
κρεμάς: άδος (ᾰδ) adj. f нависшая, свисающая (πέτρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεμάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., κρεμαστή, προέχουσα ὡς ἐπικρεμαμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.
Greek Monolingual
κρεμάς, -άδος, ἡ (Α) κρεμάννυμι
φρ. «κρεμὰς πέτρα» — βράχος κρεμαστός, που προεξέχει σαν να κρέμεται (Αισχύλ.).