κρεῶν: γεν. πληθ. τοῦ κρέας. Ὀδ. Ο. 98.
see κρέας.
κρεῶν: γεν. πληθ. του κρέας· κρέως, γεν. ενικ.
κρεῶν: gen. pl. к κρέας.