κρηνήϊος

English (LSJ)

κρηνήϊον, = κρηναῖος, metaph., of the source of things, ἀρχή Orac. ap. Dam.Pr.344.

Greek Monolingual

κρηνήϊος, -ον (Α)
κρηναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. ποταμήιος, ποιμνήιος)].