v. κραίνω.
v. κραιαίνω.
κρηῆναι: эп. inf. aor. к κραιαίνω.
κρηῆναι: κρήηνον, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.
see κραίνω.
κρηῆναι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του κραίνω· κρήηνον, απρόσ.