κρηῆναι

English (LSJ)

v. κραίνω.

French (Bailly abrégé)

v. κραιαίνω.

Russian (Dvoretsky)

κρηῆναι: эп. inf. aor. к κραιαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κρηῆναι: κρήηνον, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.

English (Autenrieth)

see κραίνω.

Greek Monotonic

κρηῆναι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του κραίνω· κρήηνον, απρόσ.