κριθοφυλακία
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1509] ἡ Aufsicht über die Ausfuhr der Gerste, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθοφῠλᾰκία: ἡ, «ἀρχὴ ἐπὶ τῆς ἐξαγωγῆς τῆς κριθῆς ἢ σίτου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κριθοφυλακία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀρχὴ ἐπὶ τῆς ἐξαγωγῆς τῆς κριθῆς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φυλάκια (< φύλαξ), πρβλ. βιβλιοφυλακία, νυχτοφυλακία].