κρινόεις

English (LSJ)

εσσα, εν, like a lily, κεραυνός dub. cj. in Supp.Epigr. 4.386 (Panamara).

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν κρίνον (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.

Greek Monolingual

κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, λευκός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον
3. το αρσ. ως ουσ.κρινόεις
όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλόεις, κυκλόεις)].