κριώδης

English (LSJ)

κριῶδες, ram-like, Ph.1.113.

German (Pape)

[Seite 1511] ες, widderartig, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κριόν, Φίλων 1. 113.

Greek Monolingual

κριώδης, -ῶδες (Α) κριός
αυτός που μοιάζει με κριάρι.