κριάρι
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
Greek Monolingual
το (Μ κριάριον και κριάριν και κριάρι)
το αρσενικό πρόβατο και ιδίως ο επιβήτορας που έχει δυνατά συνεστραμμένα κέρατα
νεοελλ.
παροιμ. «του φτωχού τ' αρνί κριάρι δεν γίνεται» — ο φτωχός δεν προκόβει ή δεν μπορεί να αποταμιεύσει χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. δελφιν-άριον, χελων-άριον)].