κροκοδίλινος

English (LSJ)

η, ον, = κροκοδιλίτης, [ambiguitates] Quint. 1.10.5.

Greek Monolingual

κροκοδίλινος, -ίνη, -ον (Α) κροκόδιλος
αυτός που αναφέρεται στο σόφισμα κροκοδιλίτης.