κροσσός

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
frange, bordure.
Étymologie: DELG κρόσσαι.

Greek Monolingual

ο (Α κροσσός)
κρόσσι
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. οι κροσσοί
μικροσκοπικά διεγέρσιμα και συσταλτά νημάτια που φέρουν κύτταρα του επιθηλίου τών αναπνευστικών οδών και άλλων ιστών του σώματος τών σπονδυλοζώων στην επιφάνειά τους η οποία βρίσκεται σε επαφή με υγρό, αλλ. βλεφαρίδες
2. φυσ. καθεμιά από τις φωτεινές ή σκοτεινές κατακόρυφες ταινίες που δημιουργούνται πάνω σε ένα πέτασμα ως αποτέλεσμα της συμβολής δύο δεσμών μονοχρωματικής φωτεινής ακτινοβολίας
αρχ.
στον πληθ. οἱ κροσσοί
σειρά από κρόσσια στο κάτω μέρος τών ενδυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. του κροσσωτός.

German (Pape)

ὁ, Troddel, Quaste, Verbrämung am Rande des Gewandes, auch die an beiden Enden des Gewebes hervorragenden Einschlagsfäden, welche Erkl. die Vetera Lexica geben.