πέτασμα

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτασμα Medium diacritics: πέτασμα Low diacritics: πέτασμα Capitals: ΠΕΤΑΣΜΑ
Transliteration A: pétasma Transliteration B: petasma Transliteration C: petasma Beta Code: pe/tasma

English (LSJ)

-ατος, τό, (πετάννυμι) anything spread out, of the feelers of the polypus, Arist.HA541b6: pl., carpets, πέδον… στρωννύναι πετάσμασιν A.Ag.909.

German (Pape)

[Seite 604] τό, das Ausgebreitete, ausgebreitete Decke, Aesch. Ag. 883.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
étoffe déployée, voile, rideau.
Étymologie: πετάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέτασμα -ατος, τό [πετάννυμι] (uitgespreid) tapijt.

Russian (Dvoretsky)

πέτασμα: ατος τό
1 подстилка, покрывало, ковер (πέδον στρωννύναι - v.l. στορνύναι - πετάσμασιν Aesch.);
2 распускание: τὸ π. τῶν πλεκτανῶν Arst. распущенные щупальца (полипа).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πετάννυμι
νεοελλ.
1. καθετί το αναπεπταμένο ή τεταμένο δίπλα ή μπροστά σε κάτι άλλο
2. το σύνολο τών ιστίων που έχει αναπτύξει ένα ιστιοφόρο και το οποίο μετρείται ενιαία σε τετραγωνικά μέτρα, κν. βελάγιο (α. «πρωραίο πέταγμα» β. «πρυμναίο πέταγμα»)
μσν.-αρχ.
1. το απλωμένο ύφασμα, τάπητας («πίδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασι», Αισχύλ.)
2. παραπέτασμα (θεῖόν τε πέτασμα ἔνδοθι ναοῦ», Γρηγ. Ναζ.)
3. πτήση, πέταμα πουλιού
αρχ.
το τέντωμα, το άπλωμα («τὸ πέτασμα τῶν πλεκτανῶν τοῦ πολύποδος», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

πέτασμα: -ατος, τό (πετάννυμι), οτιδήποτε απλώνεται, στον πληθ., χαλιά, καλύμματα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πέτασμα: τό, (πετάννυμι) ἅπλωμα, ἄνοιγμα, ἐπὶ τῶν πλοκάμων τοῦ πολύποδος, τὸ πέτασμα τῶν πλεκτανῶν τοῦ πολύποδος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 2· ἐν τῷ πληθ., τάπητες, πέδον... στορνύναι πετάσμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 909.

Middle Liddell

πέτασμα, ατος, τό, πετάννυμι
anything spread out: in plural carpets, Aesch.