κρυπτήρ
English (LSJ)
κρυπτῆρος, ὁ, = κρυπτήριος (convenient for concealing, dungeon), τόποι Sch. Oppian. H. 3.235.
Greek Monolingual
κρυπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κρύπτω
κρυπτήριος, κατάλληλος για απόκρυψη, για να κρυφτεί κάποιος ή κάτι («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.).