ηαπόκρυψη, κρύψιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. ἔ-κρυψ-α, αόρ. του κρύβω) + κατάλ. -ιά (πρβλ. αλλαξιά, ριξιά)].