κρωβύλη

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, hair-net, Serv.ad Virg.Aen.4.138, Hdn.Gr.1.323.

Greek Monolingual

κρωβύλη, ἡ (Α)
δίχτυ για τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κρωβύλος, με αλλαγή γένους].