κρόσσι

Greek Monolingual

το (Α κροσσίον, Μ κρόσσι)
θυσανωτή δέσμη νημάτων που εξέχει στις άκρες ορισμένων υφασμάτων («τα κρόσσια του χαλιού»)
νεοελλ.
το λειρί του κόκορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροσσίον < κροσσός + υποκορ. κατάλ. -ίον. Ο τ. κρόσσι με αποκοπή του -ον και αναβιβασμό του τόνου].