κρύπτης

English (LSJ)

κρύπτου, ὁ, member of the Spartan κρυπτεία, Id.Fr.1126 (s.v.l.).

Greek Monolingual

κρύπτης, ὁ (Α) κρύπτω
μέλος της σπαρτιατικής κρυπτείας.