κρύφασος

English (LSJ)

ὁ, a certain throw of the dice, Poll.7.204.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφασος: ὁ, βόλος τις τῶν κύβων, Πολυδ. Ζ΄, 204.

Greek Monolingual

κρύφασος, ὁ (Α)
ρίξιμο των ζαριών, ζαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ- (πρβλ. κρύφα) + εκφραστικό επίθημα -σος (πρβλ. κίκκα-σος].

German (Pape)

ὁ, ein gewisser Wurf mit Würfeln, Poll. 7.204.