κυανίτις

Greek Monolingual

κυανῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει χρώμα σκοτεινό με απόκλιση προς το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -ῖτις (πρβλ. βαλανῖτις, καλαμῖτις)].