κυβέρνια

Greek Monolingual

τα κυβερνώ
1. η διαχείριση τών υποθέσεων του σπιτιού
2. ο πορισμός τών προς το ζην
3. οι προμήθειες τροφίμων που υπάρχουν στο σπίτι, ιδίως σε αγροτικές οικογένειες.