κυδώνιον

German (Pape)

[Seite 1525] μῆλον, τό, kydonischer Apfel, die Quitte, Ath. 3, 21.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
coing, fruit.
Étymologie: Κυδώνιος.

Greek Monolingual

κυδώνιον και κυδώνιν, τὸ (Μ)
βλ. κυδώνι.