κυδώνι

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

το (Μ κυδώνιον και κυδώνιν)
ο καρπός της κυδωνιάς, ο οποίος έχει χρώμα κίτρινο, μορφή μεγάλου αχλαδιού και στυφή γεύση
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του δίθυρου μαλακίου Cerastoderma glaucum, γνωστού και ως αχηβάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον (μῆλον) (βλ. κυδώνιος)].