κυδώνι

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162

Greek Monolingual

το (Μ κυδώνιον και κυδώνιν)
ο καρπός της κυδωνιάς, ο οποίος έχει χρώμα κίτρινο, μορφή μεγάλου αχλαδιού και στυφή γεύση
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του δίθυρου μαλακίου Cerastoderma glaucum, γνωστού και ως αχηβάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον (μῆλον) (βλ. κυδώνιος)].