κυκλοφορικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
d'un mouvement circulaire.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορικῶς: кругообразно, по кругу (κινεῖσθαι Plut.).
adv.
d'un mouvement circulaire.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
κυκλοφορικῶς: кругообразно, по кругу (κινεῖσθαι Plut.).