κυκλοφορέομαι
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
Pass., revolve, Arist.Mu.391b22, f.l. in Heraclit. All.36.
French (Bailly abrégé)
κυκλοφοροῦμαι;
se mouvoir circulairement.
Étymologie: κύκλος, φορέω.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοφορέομαι: Παθ., κινοῦμαι ἐν κύκλῳ, περιστρέφομαι κυκλικῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 3, Ἡρακλ. Ὁμ. Ἀλληγ. 36.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορέομαι: носиться по кругу, описывать круг (ἡ κυκλοφορουμένη σφαῖρα Arst.; ὁ ἥλιος κυκλοφορεῖται Plut.).
German (Pape)
sich im Kreise bewegen; τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας Arist. mund. 2; Plut. und andere Spätere