κυλλόω

English (LSJ)

crook, flex, τὸ μέρος Gal.18(1). 637:—Pass., become club-footed and bandy-legged, Hp.Art.53: pf. part. κεκυλλωμένα ib.62.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλόω: στραβώνω, στρεβλώνω, «κουλλαίνω», Γαλην. 12. 418. ― Παθ., κεκυλλωμένα Ἱππ. π. Ἄρθ. 827G· ― ἐξ οὗ κύλλωμα, τό, χωλότης, Γαλην. 13. 1, 670· καὶ κύλλωσις, εως, ἡ, στρέβλωσις, τὸ χωλὸν ποεῖν τινα, Ἱππ. π. Ἄρθ. 827, Γαλην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυλλόω [κυλλός] pass. misvormd, krom worden; ptc. perf. pass. κεκυλλωμένα misvormd (van ledematen).

German (Pape)

krümmen und lahm machen, Medic. und andere Spätere