κυμβαλίτις

Greek Monolingual

κυμβαλῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
το φυτό κοτυληδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κατάλ. -ίτις (πρβλ. ηπατίτις, ρινίτις)].