κυναγέτις

English (LSJ)

v. κυνηγέτις.

Greek Monolingual

κυναγέτις, -ιδος, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κυνηνέτης.

German (Pape)

[ᾱ], ἡ, dor. und poet. = κυνηγέτις.