κυνακίας

English (LSJ)

ἱμάντες, οἱ ἐκ βύρσης τοῦ σφαγιασθέντος τετράχειρι Ἀπόλλωνι βοὸς ἔπαθλα διδόμενοι (-ομένου cod.), Hsch. κυνακρίς, gillus (fort. gryllus), Gloss.