κυνηγίς

English (LSJ)

κυνηγός, v. κυναγός.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγίς: κῠνηγός, ἴδε ἐν λ. κυναγός.

Greek Monolingual

κυνηγίς, -ίδος, ἡ (Α)
μτγν. θηλ. του κυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνηγός + κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρίς, θωρακίς)].

German (Pape)

ίδος, ἡ, fem. zu κυνηγός, Titel einer Komödie des Philetärus, s. Meineke