κυνηγότοπος

Greek Monolingual

ο, και κυνηγοτόπι, το
τόπος όπου υπάρχει αφθονία θηραμάτων, τόπος που έχει άφθονο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + τόπος.