κυνόδων

English (LSJ)

οντος, ὁ, v. κυνόδους.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόδων: -οντος, ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κυνόδους.

Greek Monolingual

κυνόδων, -οντος, ὁ (Α)
ο κυνόδοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς.

German (Pape)

κυνόδους, Epicharm. a.a.O.