κυπειρίς

German (Pape)

[Seite 1534] ίδος, ἡ, eine Art κύπειρος, Nic. Al. 591, φιλοζώοιο κυπειρίδος ἠὲ κυπείρου.

Greek (Liddell-Scott)

κῠπειρίς: -ίδος, ἡ, εἶδος κυπείρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 604.