κυπτός

German (Pape)

[Seite 1535] vornüber gebogen, gebückt, demütig, Hesych. erkl. ταπεινούμενον.

Greek Monolingual

κυπτός, -ή, -όν (Μ) κύπτω
σκυφτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυπτός -ή -όν [κύπτω] verbogen, verdraaid.