Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
-ή, -ό, Ν σκύβω
αυτός που περπατάει, στέκεται ή κάθεται με σκυμμένο το κεφάλι.
επίρρ...
σκυφτά Ν
με τον κορμό κεκαμμένο προς τα εμπρός και το πρόσωπο να βλέπει προς τα κάτω.