ἡ, = ταραχή, ib.548.43, cf. Hdn.Gr.1.4†1.
κυρκάνη, ἡ (Α)ταραχή, θόρυβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. κυρκανῶ].