κυρτεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, one that fishes with the κύρτη, Herod.3.51, Opp.H.3.352:—also κυρτευτής, οῦ ὁ, AP6.230 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1537] ὁ, Reusenfischer, Opp. Hal. 3, 352.

Greek (Liddell-Scott)

κυρτεύς: -έως, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ τῆς κύρτης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 352· ὡσαύτως κυρτευτής, οῦ, ὁ, Ἀνθ. Π. 6. 230.

Greek Monolingual

κυρτεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που ψαρεύει με κύρτους, με ψαροκάλαθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κυρτεύω].