κωβήλη

English (LSJ)

ἡ, A needle, Hsch. II sexual intercourse.

German (Pape)

[Seite 1540] ἡ, = συνουσία, VLL.; nach Hesych auch die Nadel, u. davon

Greek (Liddell-Scott)

κωβήλη: ἡ, σαρκικὴ μῖξις, συνουσία, Ἡσύχ., Φώτ. ― κωβηλίνη, ἡ, «ἠπήτρια καὶ βελόνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κωβήλη, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «βελόνη»
2. «σαρκικὴ μεῖξις, συνουσία».