κωλυτής

English (LSJ)

κωλυτοῦ, ὁ, hinderer, τῆς διαβάσεως Th.3.23, cf. D.18.72; πηλὸν… κωλυτὴν παρασχεῖν Pl.Criti.109a: abs., OGI5.7 (Scepsis, iv B.C.), Vett. Val.139.19.

German (Pape)

[Seite 1543] ὁ, = κωλυτήρ; κωλ. γίγνεται τῆς διαβάσεως, er hindert, Thuc. 3, 23; ὥστε μηκέτι πορεύεσθαι κωλυτὴν παρασχεῖν Plat. Critia. 109 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui empêche, qui met obstacle à.
Étymologie: κωλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωλυτής -οῦ, ὁ κωλύω die hindert, hinderpaal, met gen.

Russian (Dvoretsky)

κωλῡτής: οῦ ὁ помеха, препятствие: κωλυτὴν παρασχεῖν Plat. являться помехой; κ. γίγνεσθαι τῆς διαβάσεως Thuc. преграждать проход.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡτής: -οῦ, ὁ, ἐμποδίζων, κωλύων, τινος Θουκ. 3. 23· πηλόν... κωλυτὴν παρασχεῖν Πλάτ. Κριτί. 109Α.

Greek Monolingual

κωλυτής, ὁ (Α) κωλύω
αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι («εἴ τις παραβοηθῶν παρὰ τὸ τεῖχος κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως», Θουκ.).

Greek Monotonic

κωλῡτής: -οῦ, ὁ (κωλύω), αυτός που εμποδίζει, παρακωλύει, σε Θουκ.