μηκέτι

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκέτι Medium diacritics: μηκέτι Low diacritics: μηκέτι Capitals: ΜΗΚΕΤΙ
Transliteration A: mēkéti Transliteration B: mēketi Transliteration C: miketi Beta Code: mhke/ti

English (LSJ)

Adv., (formed from μή, ἔτι, with κ inserted on a false analogy with οὐκέτι) no more, no longer, no further, Il.13.292, Hes.Op. 174, Pi.O.1.5, A.Ch.805 (lyr.), IG12.75.29, etc.

German (Pape)

[Seite 171] (nach οὐκέτι gebildet), nicht mehr, nicht länger; ἀλλ' ἄγε μηκέτι λεγώμεθα, νηπύτιοι ὥς, Il. 13, 292 u. öfter so in Aufforderungen und Verboten; Pind. Ol. 1, 182; μηκέτ' ἐςέλθῃς, Aesch. Ag. 1307; c. opt., Ch. 794; μηκέτι ἔξω πόδα κλίνῃς, Soph. O. C. 192; μηκέτ' ἐλπίσῃς, El. 951; nach Absichtspartikeln, ὅπως μηκέτ' ἆμαρ ἄλλ' εἰσίδω, Ant. 1314; c. partic., ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, Phil. 413; εἴπερ μηκέτι ἐπισκεψόμεθα, Plat. Rep. IV, 430 d; ὥςτε μηκέτι πορεύεσθαι, Critia. 109 a; c. imper., μηκέτι πλείω λέγε, Rep. V, 471 c; μηκέτι νουθετήσῃς, Gorg. 488 b; μηκέτι ποιώμεθα, Legg. IV, 723 d; Folgde; nicht wieder, Xen. An. 5, 7, 15.

French (Bailly abrégé)

adv.
ne… plus.
Étymologie: μή, ἔτι ; le κ p. anal. avec οὐκέτι.

Russian (Dvoretsky)

μηκέτῐ: [по аналогии, с οὐκέτι больше (уже) не (ὅπως μ. εἰσίδω Soph.; μ. πλείω περὶ αὐτῆς λέγε Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μηκέτι: ἐπίρρ. (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μή, ἔτι, μετὰ παρεμβολῆς τοῦ κ κατὰ ψευδῆ ἀναλογίαν πρὸς τὸ οὐκέτι) ὄχι πλέον, Ὅμ., κτλ.· μηδ’ ἔτι, μήτε τοῦ λοιποῦ πλέον, Ὅμ.

English (Autenrieth)

no longer, no more.

English (Slater)

μηκέτι c. impv., no longer μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἄστρον (O. 1.5) μηκέτι πάπταινε πόρσιον (O. 1.114) μηκέτῖ ῥίγει (N. 5.50) καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν (I. 4.13)

English (Strong)

from μή and ἔτι; no further: any longer, (not) henceforth, hereafter, no henceforward (longer, more, soon), not any more.

English (Thayer)

(from μή and ἔτι), adverb, employed in the same constructions as μή; no longer; no more; not hereafter:
a. with 3rd person singular 2nd aorist subjunctive, R G Tr text; with 2nd person singular L T Tr text WH); ἵνα μηκέτι: βόω (ἐπιβόω), ἀπείλω, λέγω καί μαρτύρομαι, εἰς τό, ὥστε, τοῦ μηκέτι δουλεύειν, Winer's Grammar, § 65,10); οὐ μηκέτι (see μή, IV:3): with 2nd aorist subjunctive L T Tr marginal reading WH.

Greek Monolingual

μηκέτι)
επίρρ. (ως απαγορευτικό για αποτροπή επανάληψης μιας πράξης στο μέλλον) όχι πλέον («ἴδε, ὑγιὴς γέγονας
ὕπαγε καὶ μηκέτι ἁμάρτανε», ΚΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή + ἔτι, με παρεμβολή του -κ- αναλογικά προς το οὐκ-έτι].

Greek Monotonic

μηκέτι: επίρρ. (σχηματισμένο από τα μή, ἔτι, με το κ να εντίθεται), όχι πλέον, όχι πια, όχι πλέον στο μέλλον, σε Όμηρ. κ.λπ.

Middle Liddell

[formed from μή, ἔτι, with κ inserted]
no more, no longer, no further, Hom., etc.

Chinese

原文音譯:mhkšti 姆克-誒-提
詞類次數:副詞(21)
原文字根:不-不-仍
字義溯源:不再,不再有,不可再,不要再,不能再,再不,再也,今後不;由(μή / μήγε / μήπου)*=否定)與(ἔτι)*=尚,仍)組成
出現次數:總共(22);太(1);可(4);路(1);約(2);徒(3);羅(3);林後(1);弗(3);帖前(2);提前(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 不再(8) 太21:19; 可9:25; 徒13:34; 羅6:6; 羅15:23; 林後5:15; 弗4:14; 彼前4:2;
2) 不要再(4) 約5:14; 約8:11; 弗4:28; 提前5:23;
3) 不要(2) 路8:49; 弗4:17;
4) 不能再(2) 帖前3:1; 帖前3:5;
5) 不(2) 可1:45; 徒25:24;
6) 不可再(2) 徒4:17; 羅14:13;
7) 再也(1) 可11:14;
8) 不再有(1) 可2:2

English (Woodhouse)

no longer, no more

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

non amplius, no more, no longer, 3.65.3, 4.34.1, 7.4.1, 7.6.4, 7.51.1, 7.56.1, 7.80.1, 8.54.4.