κωμάδιος

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, of a κῶμος, Sch.D.T.p.542 H.

Greek Monolingual

κωμάδιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτάδιος, λαμπάδιος)].