-ορος, ὁ, = κωμήτης, St.Byz.s.v. κώμη.
[Seite 1544] ορος, ὁ, = κωμήτης, Dorfbewohner, gt. B. v. κώμη.
κωμήτωρ: -ορος, ὁ, = κωμήτης, Στέφ. Β. ἐν λέξ. κώμη.
κωμήτωρ, -ορος, ὁ (Α) κώμηκωμήτης.