κωνίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (κῶνος II) = ὑδρίσκη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1546] ίδος, ἡ, ein kegelförmiges Wassergefäß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωνίς: -ίδος, ἡ, (κῶνος) μικρὰ ὑδρία, «ὑδρίσκη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κωνίς, -ίδος, ἡ (Α) κώνος
(κατά τον Ησύχ.) «ὑδρίσκη».