-ίδος, ἡ, (κῶνος II) = ὑδρίσκη, Hsch.
[Seite 1546] ίδος, ἡ, ein kegelförmiges Wassergefäß, Sp.
κωνίς: -ίδος, ἡ, (κῶνος) μικρὰ ὑδρία, «ὑδρίσκη» Ἡσύχ.
κωνίς, -ίδος, ἡ (Α) κώνος(κατά τον Ησύχ.) «ὑδρίσκη».