ὑδρίσκη
English (LSJ)
ἡ, Dim. of ὑδρία, Supp.Epigr.4.187.9 (Halic., iii B. C.), LXX 4 Ki.2.20, Ptol.Euerg.3 J., PLond.2.193.12 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ, dim. von ὑδρία; Ath. X, 438; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὑδρία, Ἀθήν. 438F, Ἑβδ. (Δ΄, Βασιλ. Β΄, 20).
Greek Monolingual
ἡ, Α
υποκορ. του υδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρία + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδίσκη)].