παιδάριον, κόριον, Hsch.; cf. κοράλλιον.
[Seite 1547] τό, od. κωράλλιον, = κοράλλιον, Koralle, Sp.
κωράλιον: ἴδε ἐν λέξ. κοράλλιον.
κωράλ(λ)ιον, τὸ (Α)βλ. κοράλλι.