παιδάριον
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
English (LSJ)
τό, Dim. of παῖς,
A little boy, Ar.Av.494, Pl.536, etc.; ἐκ παιδαρίου = from a child, Pl.Smp. 207d; ἐκ μικροῦ παιδαρίου D.53.19; παιδάριον εἶ you're a mere boy, Ar.Nu.821; also, little girl, Id.Th.1203, Hyp.Fr.164, Men.428 (in this sense only Att. acc. to Moer.p.321 P.): in plural, παιδάρια = young children, Ar.V.568; π. καὶ γύναια And.1.130, cf. D.19.305.
II young slave, Ar.Pl.823, 843, X. Ages. 1.21, PPetr.2p.128 (iii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 439] τό, dim. von παῖς, Kindlein, Knäblein (nach den alten Gramm. älter als παιδίον, τὸ περιπατοῦν καὶ ἤδη λέξεως ἀντιποιούμενον); ἐς δεκάτην γάρ ποτε παιδαρίου κληθείς, Ar. Av. 494, vgl. Nubb. 878; u. nach B. A. 298 u. Poll. 2, 17 von Knaben und Mädchen, wie Ar. Vesp. 568; von einem Mädchen, Thesm. 1203; vgl. Moeris 321, der den ausschließenden Gebrauch für Knaben hellenistisch nennt (vgl. παιδισκάριον); ἐκ παιδαρίου ὁ αὐτὸς λέγεται ἕως ἂν πρεσβύτης γένηται, Plat. Conv. 207 d. – Auch = junger Sklave; Ar. Plut. 823; Xen. Ages. 1, 21; Callixen. bei Ath. V, 200 f.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 jeune garçon;
2 jeune esclave.
Étymologie: dim. de παῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδάριον -ου, τό [παῖς] kindje:; ἐκ παιδαρίου van jongs af aan Plat. Smp. 207d; ook baby. slaafje.
Russian (Dvoretsky)
παιδάριον: (δᾰ) τό
1 ребенок, дитя, мальчик, реже девочка Dem., Arph. etc.: ἐκ παιδαρίου Plat. с детства;
2 молоденький раб Xen., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
παιδάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ παῖς, μικρὸν παιδίον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 494, Πλ. 536˙ ἐκ παιδαρίου, ἐκ μικρᾶς παιδικῆς ἡλικίας, Πλάτ. Συμπ. 207D, Δημ. 1252. 28˙ παιδάριον εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαϊκὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 821˙ - ὡσαύτως, ἐπὶ μικροῦ κορασίου, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1203, Μένανδρος ἐν «Ραπιζομένῃ» 5˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., μικρὰ παιδία, Ἀριστοφ. Σφ. 568˙ π. καὶ γύναια Ἀνδοκ. 17. 9, πρβλ. Δημ. 439. 5, καὶ ἴδε Μοῖριν σ. 321. ΙΙ. νέος τὴν ἡλικίαν δοῦλος, Ἀριστοφ. Πλ. 823, 843, Ξεν. Ἀγησ. 1, 21.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of παῖς; a little boy: child, lad.
English (Thayer)
παιδαρίου, τό (diminutive of παῖς, see γυναικάριον), a little boy, a lad: Aristophanes, Xenophon, Plato, following; the Sept. very often for נַעַר, also for יֶלֶד; (παιδάριον of an adult youth, παῖς, at the end.)
Greek Monotonic
παιδάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του παῖς, νεαρό μικρό αγόρι, σε Αριστοφ.· ἐκ παιδαρίου, από παιδί, σε Πλάτ.· στον πληθ., νεαρά αγόρια, σε Αριστοφ.· νεαρός δούλος, στον ίδ., Ξεν.
Middle Liddell
πᾰιδάριον, ου, τό, [Dim. of παῖς
a young, little boy, Ar.; ἐκ παιδαρίου from a child, Plat.: in plural young children, Ar.: a young slave, Ar., Xen.
Chinese
原文音譯:paid£rion 派打里按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:打擊 相當於: (יֶלֶד) (נַעֲרָה)
字義溯源:小孩童,男孩,孩童;源自(παῖς)*=孩童)。參讀 (βρέφος)同義字
出現次數:總共(2);太(1);約(1)
譯字彙編:
1) 一個孩童(1) 約6:9;
2) 孩童(1) 太11:16