κωτιλία

English (LSJ)

ἡ, prattle, esp. flattery, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1547] ἡ, Geschwätz u. Schmeichelei, Kosen.

Greek (Liddell-Scott)

κωτῐλία: ἡ, (κωτίλος) πολυλογία, κυρίως κολακεία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κωτιλία, ἡ (Α) κωτίλος
φλυαρία, ιδίως με κολακευτικά λόγια.