κόλλος

Greek (Liddell-Scott)

κόλλος: τό, = κάλλαιον, Κλήμ. Ἀλ. 263, καὶ αὐτόθι Δινδ.

Greek Monolingual

κόλλος, τὸ (Α)
το κάλλαιον, το λειρί, το λοφίο του πετεινού.