κάλλαιον
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
τό,
A cock's comb, Arist.HA631b10, 28: pl., κάλλαια, τά, wattles, Ar.Eq.497, Ael.NA5.5, 15.2, Paus.9.23.4.
2 cock's tail feathers, Ael.Dion.Fr.219.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 crête de coq;
2 jabot de coq;
3 plumes de la queue du coq.
Étymologie: κάλλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλλαιον -ου, τό, meestal plur. lellen (van een haan).
Russian (Dvoretsky)
κάλλαιον: v.l. κάλαιον τό (преимущ. pl.)
1 петушиный гребень Arst.;
2 бородка, подзобок (мясистый нарост под петушиным клювом) Arph.
Greek Monolingual
το (AM κάλλαιον)
νεοελλ.
ανατ. έπαρμα του ηθμοειδούς οστού, στο μέσον του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα
μσν.-αρχ.
1. η σαρκώδης απόφυση της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, λειρί, λοφίο
2. το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. χαρχάλι
3. τα φτερά της ουράς του πετεινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κάλλος, ενώ η σύνδεση με τους τ. καλάινος, καλῶ δημιουργεί δυσχέρειες].
Greek Monotonic
κάλλαιον: τό, λειρί κόκκορα· πληθ. κάλλαια, τά, τα φτερά της ουράς του, Λατ. palea, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλαιον: τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος σαρκώδης λόφος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ σαρκώδης αὐτοῦ πώγων, Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ αὐτοῦ, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ τύπος κάλλεα ὑπῆρχεν ἄλλοτε ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν ταῦτα οὕτως ἕνεκα τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: wattles (Ar., Ael., Paus.), cocks comb (Arist.), cocks tail feathers (Ael. Dion.).
Other forms: norm. pl. -α.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. The connection with καλαϊς cock (Prellwitz after Stokes and Berneker; s. Bq) is rejected by WP. 1, 444; one assumes κάλλος as "piece of ornamant". Cf. καλάϊνος, καλαϊς; also W.-Hofmann s. 1. gallus. Prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
κάλλαιον, ου, τό,
a cock's comb: pl. κάλλαια, τά, the wattles, Lat. palea, Ar.
Frisk Etymology German
κάλλαιον: {kállaion}
Forms: gew. pl. -α,
Grammar: n.
Meaning: Hahnenbart (Ar., Ael., Paus.), Hahnenkamm (Arist.), die schillernden Schwanzfedern des Hahns (Ael. Dion.).
Etymology: Dunkel. Die Anknüpfung an καλαϊς Hahn, καλέω usw. (Prellwitz nach Stokes und Berneker; s. Bq) wird von WP. 1, 444 abgelehnt; dafür wird Anschluß an κάλλος als "Zierstück" empfohlen. Die Bildung ist aber noch erklärungsbedürftig. Vgl. καλάϊνος, καλαϊς; außerdem W.-Hofmann s. 1. gallus.
Page 1,764