κόος

English (LSJ)

ὁ, cavity in the earth, Hsch. (pl.); from Lacon. κόον, = μέγα, EM396.29.

Greek (Liddell-Scott)

κόος: ὁ, = κοίλωμα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κῶος.