κόπασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, abatement, of a flood, Tz.H.6.833 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1482] τό, das Nachlassen, erst Sp.

Greek Monolingual

το (Μ κόπασμα) κοπάζω
χαλάρωση της έντασης, ύφεση, παύση.